- αμοίραστος
- [амирастос] εκ. неделимый, неразделенный,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
αμοίραστος — και αγος, η, ο (Μ ἀμοίραστος, ον) [μοιράζω] 1. (για πράγματα) αυτός που δεν μοιράστηκε, δεν διανεμήθηκε, αδιανέμητος 2. (για πρόσωπα) αυτοί που δεν προέβησαν σε διανομή τής περιουσίας μεταξύ τους νεοελλ. αυτός που δεν είναι δυνατόν να μοιραστεί,… … Dictionary of Greek
αμοίραστος — η, ο αυτός που δε χωρίστηκε σε μερίδια, αδιανέμητος: Είχαν ακόμη αμοίραστη την πατρική περιουσία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άδαστος — ἄδαστος, ον (Α) αμοίραστος, αμέριστος, αδιανέμητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + *δαστός (πρβλ. μυκηναϊκό e pi da to, «ἐπίδαστος») < ἐδασάμην, δάσασθαι, αόρ. τού δατέομαι (= μοιράζομαι κάτι με κάποιον άλλο, κόβω σε τεμάχια, σχίζω)] … Dictionary of Greek
αδιαμέριστος — η, ο (Μ ἀδιαμέριστος, ον) [διαμερίζω] αυτός που δεν διαμερίστηκε, αδιαμέλιστος, αμοίραστος, αδιαίρετος … Dictionary of Greek
αδιαμοίραστος — η, ο [διαμοιράζω] αυτός που δεν διαμοιράστηκε, αμοίραστος, αδιανέμητος, αδιαίρετος … Dictionary of Greek
αμέριστος — η, ο (Α ἀμέριστος, ον) [μερίζω] αυτός που δεν διαιρέθηκε ή δεν μπορεί να διαιρεθεί σε μέρη, αδιαίρετος, αμοίραστος νεοελλ. ακέραιος, ολόκληρος, απεριόριστος «έχεις αμέριστη την αγάπη μου», «το ενδιαφέρον μου είναι αμέριστο» … Dictionary of Greek
ανέμητος — ἀνέμητος, ον (Α) [νέμω] 1. αδιανέμητος, αμοίραστος 2. μη δεκτικός διαίρεσης, αδιαίρετος 3. (όχλος) που δεν πήρε κλήρο γης … Dictionary of Greek
αδιαμοίραστος — η, ο αμοίραστος, ακέριος: Από την πατρική περιουσία έμεινε αδιαμοίραστο μονάχα το ελαιοτριβείο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αδιανέμητος — η, ο αυτός που δε διανεμήθηκε, αμοίραστος: Μερικά κέρδη έμειναν αδιανέμητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)